H θεωρία του Festinger(1957)
Βασική πρόταση της θεωρίας αυτής είναι η εξής: Το άτομο έχει την τάση να μειώνει την ασυμφωνία που μπορεί να δημιουργηθεί μεταξύ δύο γνωστικών στοιχείων αντιφατικών μεταξύ τους.
Ας αρχίσουμε όμως την ανάλυση της θεωρίας αυτής επεξηγώντας κάποια σημαντικά σημεία: Κατ’ αρχή γνωστικό στοιχείο είναι οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο γνώσης για κάποιο άτομο: συμπεριφορά, γνώμες, στάσεις, πεποιθήσεις, ποινές, αίσθηση πόνου, κ.τ.λ.
Ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ δύο στοιχείων που εμφανίζονται μαζί στο γνωστικό πεδίο του ατόμου και το ένα συνεπάγεται την άρνηση του άλλου. Η ασυμβατότητα όμως αυτή δεν είναι λογική αλλά κοινωνιοψυχολογική - δυο στοιχεία είναι δηλαδή ασύμφωνα όταν για τον ένα ή τον άλλο λόγο, τα άτομα που είναι εξοικειωμένα με μια κοινωνική συνθήκη, εκτιμούν γενικά ότι αυτά τα δύο στοιχεία δεν θα πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους.
Συνοπτικά η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας υποστηρίζει τα παρακάτω: 1. Πρωταρχικά η γνωστική ασυμφωνία είναι μια δυσάρεστη κατάσταση που προφανώς συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα. 2. Το άτομο προσπαθεί να μειώσει ή να εξαλείψει τη γνωστική ασυμφωνία και να αποφύγει κάθε τι που μπορεί να την αυξήσει. 3. Όταν βρίσκεται σε κατάσταση γνωστικής συμφωνίας, αποφεύγει οτιδήποτε είναι σε θέση να δημιουργήσει ασυμφωνία. 4. Όσο πιο σπουδαία είναι τα γνωστικά στοιχεία και όσο περισσότερα είναι τα ασύμφωνα γνωστικά στοιχεία τόσο αυξάνεται η γνωστική ασυμφωνία. 5. Η ένταση της προσπάθειας για μείωση ή εξάλειψη της γνωστικής ασυμφωνίας καθώς και η ένταση της προσπάθειας αποφυγής της δημιουργίας ή της αύξησης ανάλογα, καθορίζουν την ένταση της γνωστικής ασυμφωνίας. 6. Η γνωστική ασυμφωνία μπορεί να ελαττωθεί ή να εξαλειφθεί με την προσθήκη νέων γνωστικών στοιχείων και με τη μετατροπή των ήδη υπαρχόντων γνωστικών στοιχείων. 7. Η προσθήκη νέων γνωστικών στοιχείων μειώνει τη γνωστική ασυμφωνία όταν τα νέα στοιχεία ενισχύουν τα γνωστικά σύμφωνα στοιχεία και αποδυναμώνουν τα γνωστικά ασύμφωνα. Επίσης τα νέα στοιχεία μειώνουν τη σπουδαιότητα των γνωστικών στοιχείων που εμπλέκονται στη γνωστική ασυμφωνία. 8. Η μετατροπή των ήδη υπαρχόντων γνωστικών στοιχείων μειώνει τη γνωστική ασυμφωνία όταν: το νέο τους περιεχόμενο τα καθιστά λιγότερο αντιφατικά και μειώνεται τη σπουδαιότητα τους. 9. Η αυξομείωση αυτή των γνωστικών στοιχείων γίνεται εφικτή με την ενεργό μετατροπή των γνωστικών πλευρών του περιβάλλοντος.
Οι διαδικασίες μείωσης της γνωστικής ασυμφωνίας παρεμβαίνουν δυναμικά και καθορίζουν τις σημαντικότερες κοινωνικές συμπεριφορές. Τέτοια παραδείγματα κοινωνικών συμπεριφορών είναι ο θρησκευτικός προσηλυτισμός, οι τελετές μύησης, οι απειλές, ακόμα και οι προσωπικές μας επιλογές. (Προδρομίτης, 2003)
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η γνωστική ασυμφωνία εκδηλώνεται όταν υπάρχει ασυνέπεια μεταξύ γνωστικών στοιχείων. Παρόλα αυτά γίνεται εμφανέστερη κυρίως όταν υπάρχει ασυνέπεια μεταξύ στάσεων και έκδηλης συμπεριφοράς οπότε και επέρχεται αλλαγή στάσεων για να μειωθεί η γνωστική ασυμφωνία.
Πείραμα Festinger & Carlsmith (1959)
Για να ελεγχθεί η υπόθεση αυτή, σε ένα πείραμα οι Festinger και Carlsmith (1959) έδωσαν στα υποκείμενα να εκτελέσουν ένα πολύ βαρετό έργο. Όταν τελείωσαν τα υποκείμενα, ο ερευνητής τα ενημέρωσε ότι στην πραγματικότητα ενδιαφερόταν για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι πληροφορίες που παίρνει κάποιος στην απόδοση του, και τους ζήτησε να τον βοηθήσουν λειτουργώντας ως συνεργοί του. Το καθήκον τους ήταν να πουν στα επόμενα υποκείμενα ότι το «έργο» ήταν πολύ ενδιαφέρον. Σε μερικά από τα υποκείμενα «συνεργούς» δόθηκε ένα δολάριο για τη βοήθεια που θα προσέφεραν και σε μερικά άλλα είκοσι δολάρια. Σχεδόν όλα δέχτηκαν να βοηθήσουν. Στο πειραματικό σχέδιο υπήρχε και μια ομάδα ελέγχου, όπου δε ζητήθηκε από τα υποκείμενα να κάνουν τίποτε και φυσικά δεν αμείφθηκαν. Αργότερα τους ζητήθηκε να αξιολογήσουν πόσο ενδιαφέρον ήταν το έργο που είχαν εκτελέσει.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα υποκείμενα που είχαν πληρωθεί ένα δολάριο αξιολόγησαν το έργο ως πιο ενδιαφέρον από όσα είχαν πληρωθεί είκοσι δολάρια. Οι αξιολογήσεις των υποκειμένων που είχαν πληρωθεί είκοσι δολάρια δεν διέφεραν σημαντικά από αυτές της ομάδας ελέγχου.
Αυτό συνέβη γιατί τα υποκείμενα που πήραν είκοσι δολάρια μπορούσαν να μειώσουν στο ελάχιστο τη γνωστική ασυμφωνία, αφού είχαν ως αντιστάθμισμα στην γνωστικά ασύμφωνη πράξη τους τη μεγάλη αμοιβή. Με αυτό τον τρόπο μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά τους. Αντιθέτως τα υποκείμενα που πήραν μόνο ένα δολάριο πρέπει να βρέθηκαν σε μεγαλύτερη γνωστική ασυμφωνία. Το γεγονός αυτό τα οδήγησε τελικά στην αλλαγή της στάσης τους, ώστε να τη μειώσουν (Festinger και Carlsmith, 1959).
Ο Festinger έχει επίσης υποστηρίξει ότι κάθε επιλογή οδηγεί τα άτομα σε μια κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας η οποία εντείνεται όσο περισσότερο οι δύο εναλλακτικές λύσεις είναι ίσης σπουδαιότητας και σημασίας. Η γνωστική ασυμφωνία μειώνεται μέσα από την αύξηση της απόστασης που χωρίζει τη θετική εκτίμηση του επιλεγμένου αντικειμένου από την κάπως αρνητικότερη εκτίμηση του για το αντικείμενο που έχει απορρίψει.
Μετά από την πρωτότυπη θεωρία του Festinger για τη γνωστική ασυμφωνία, έχουν διατυπωθεί και άλλες διαφορετικές προσεγγίσεις για το θέμα αυτό. Κάθε μία προσπαθεί με διαφορετικό τρόπο να προβλέψει με ποιο τρόπο και γιατί οι σκέψεις που σχετίζονται με τον εαυτό εμπλέκονται στην πρόκληση και στη συνέχεια στην επίλυση της γνωστικής ασυμφωνίας. Παρόλα αυτά, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η σκέψη για τη σημασία του εαυτού (αυτοεκτίμηση) μεσολαβεί και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση και τη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας.
Ας παρακολουθήσουμε όμως κάποιες από τις πρόσφατες προσεγγίσεις του θέματός της γνωστικής ασυμφωνίας.
Aronson (1968), Self-Consistency Model
Ο Aronson υποστηρίζει ότι οι σκέψεις σχετικά με τον εαυτό αντιπροσωπεύουν τις ηθικές αρχές και τις προσδοκίες του ατόμου, που επηρεάζουν τις στάσεις και τη συμπεριφορά του.
Στο μοντέλο του πραγματεύεται τον εαυτό ως προσδοκία, στις διαδικασίες γνωστικής ασυμφωνίας. Οι άνθρωποι έχουν προσδοκίες για «ηθική» και συνέπεια στη συμπεριφορά τους. Οι προσδοκίες προέρχονται από τις επικρατούσες αξίες στην κοινωνία.
Η γνωστική ασυμφωνία εμφανίζεται, όταν οι άνθρωποι με υψηλές προσδοκίες για τον εαυτό τους, αντιλαμβάνονται κάποια διαφορά στη συμπεριφορά που επιδεικνύουν και στις προσωπικές τους αξίες. Κάθε άτομο θέλει να αισθάνεται ακέραιο και συνεπές και γι’ αυτό το λόγο η επίλυση της γνωστικής ασυμφωνίας έχει ως στόχο τη διατήρηση της ηθικής και της συνέπειας μέσω της δικαιολόγησης της υποτιθέμενης «παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς.
Στη θεωρία του Aronson τονίζεται ότι οι άνθρωποι με θετικές σκέψεις για τον εαυτό τους είναι πιο ευάλωτοι στο να νιώσουν έντονη γνωστική ασυμφωνία και προσπαθούν να την μειώσουν με κάθε τρόπο, με στόχο να διασώσουν και να διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα την αυτοεικόνα τους.
Επίσης, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια της αυτοεκτίμησης. Ο Aronson υποστηρίζει ότι τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση και με υψηλές προσδοκίες για ηθική και συνέπεια αισθάνονται σε μεγάλο βαθμό γνωστική ασυμφωνία, όταν μια πράξη τους δεν είναι σύμφωνη με τις προσδοκίες τους, με αποτέλεσμα να νιώθουν έντονη πίεση για επίλυση της ασυμφωνίας, να κινητοποιούνται άμεσα για να υιοθετήσουν μια στρατηγική επίλυσης της και έχουν περισσότερες πιθανότητες να αλλάξουν τη στάση τους. Σε αντίθεση, τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση δεν νιώθουν έντονη γνωστική ασυμφωνία και κατ’ επέκταση έχουν λίγες πιθανότητες να αλλάξουν στάση ή γενικότερα να υιοθετήσουν κάποια στρατηγική επίλυσης της γνωστικής ασυμφωνία, καθώς δεν νιώθουν ισχυρή πίεση για το πράξουν (Stone, J. & Cooper, J., 2001).
Πειράματα Stone (2003)
Τα πειράματα του Stone, (2003) διατυπώνουν επίσης μια μάλλον σύμφωνη άποψη με αυτή του Aronson, εμπλέκοντας όμως και τις έννοιες της αυτοσυνέπειας και της αυτοεπιβεβαίωσης.
Στο πείραμα αυτό μελετάται η αυτοσυνέπεια για τη χαμηλή αυτοεκτίμηση στη γνωστική ασυμφωνία και ο ρόλος των προσωπικών δεδομένων.
Ο Jeff Stone υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση αποφεύγουν περισσότερο εμπειρίες ψηλής ασυμφωνίας σε σύγκριση με τα άτομα που έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση. Ανάλογα με τα προσωπικά δεδομένα κάθε ατόμου, τις στάσεις, τις τάσεις και τις αξίες του, η αντιμετώπιση καταστάσεων γνωστικής ασυμφωνίας διαφέρει. Έτσι εφόσον η γνωστική ασυμφωνία δημιουργείται όταν υπάρχει ασυνέπεια μεταξύ των προσωπικών δεδομένων, η αυτοσυνέπεια επηρεάζει άμεσα την εξέλιξη της γνωστικής ασυμφωνίας.
Για να επιβεβαιωθούν τα πιο πάνω ο Stone διενέργησε δύο πειράματα.
Στο πρώτο πείραμα αφότου επιλέγηκαν υποκείμενα υψηλής και χαμηλής αυτοεκτίμησης μέσω ενός προ-τεστ, γράφουν ένα αντιστασιακό δοκίμιο, αναφέροντας ορισμένοι προσωπικά τους δεδομένα, ενώ άλλοι κοινωνικά δεδομένα. Η αλλαγή στάσης παραμένει της ίδιας έντασης και στις δύο ομάδες αυτοεκτίμησης όταν τα υποκείμενα δε χρειάζεται να αναφέρουν προσωπικά δεδομένα στο κείμενο που συγγράφουν. Το έργο όμως αυτό προκαλεί μεγαλύτερη αλλαγή στάσεων σε αυτά τα υποκείμενα που έχουν ψηλή αυτοεκτίμηση και συνεπώς αυτοσυνέπεια και προσδοκίες, και πρέπει στα πλαίσια του έργου να αναφέρουν τα προσωπικά τους δεδομένα.
Αντίθετα τα υποκείμενα με χαμηλή αυτοεκτίμηση βιώνουν μικρότερη ασυμφωνία πράγμα που τα οδηγεί προφανώς σε μικρότερη αλλαγή στάσης.
Στο πείραμα δυο λαμβάνουν μέρος μόνο υποκείμενα με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Εδώ ερευνάται η σημασία της αυτοσυνέπειας. Η αυτοσυνέπεια είναι σημαντική μόνο για όσα υποκείμενα είχαν υψηλά επίπεδα αυτοεπιβεβαίωσης όταν ανέφεραν τα προσωπικά τους δεδομένα. Όσο πιο χαμηλή ήταν η αυτοεπιβεβαίωση και η αυτοσυνέπεια των υποκειμένων τόσο περισσότερο ανέφεραν την αρνητική τους στάση σχετικά με το κείμενο και χαμηλότερη ψυχολογική συμφόρηση (δηλαδή ασυμφωνία), σε σύγκριση με τα υποκείμενα που είχαν περισσότερη αυτοεπιβεβαίωση και αυτοεκτίμηση.
Steele (1988), Self-Affirmation Model
Αντίθετη άποψη από της προαναφερόμενες, διατυπώνει ο Steele (1988) με το Self-Affirmation Model.
Ο Steele υποστηρίζει ότι οι σκέψεις για τον εαυτό λειτουργούν ως πηγές για τη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας. Το μοντέλο αυτό επικεντρώνεται στον εαυτό ως πηγή στις διαδικασίες γνωστικής ασυμφωνίας.
Η γνωστική ασυμφωνία προκαλείται, όταν οι πράξεις των ατόμων δεν είναι σύμφωνες με τις αντιλήψεις του ατόμου για τον εαυτό του. Όμως, όταν το άτομο βιώνει μια κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας έχει ως στόχο να την επιλύσει και να επαναφέρει την ισορροπία και τη σταθερότητα στις αρχές του. Αυτό επιτυγχάνεται με την επικέντρωσή του σε άλλες θετικές όψεις του εαυτού του, οι οποίες είναι σημαντικές για την ολική αυτοαξία. Το άτομο αντλεί αποθέματα από άλλες θετικές απόψεις για τον εαυτό του και έτσι βρίσκει τρόπους για να επιλύσει τη γνωστική ασυμφωνία.
Όπως και στη θεωρία του Aronson, εμπλέκεται και στη θεωρία του Steele η έννοια της αυτοεκτίμησης. Μόνο που ο Steele έχει μια εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη. Πιστεύει ότι τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση, επειδή έχουν και άλλα αποθέματα θετικών σκέψεων για τον εαυτό τους, δεν αισθάνονται έντονη γνωστική ασυμφωνία, με αποτέλεσμα να μην νιώθουν ισχυρή πίεση για επίλυση της και έτσι να μην αλλάζουν εύκολα στάσεις ή να μην χρησιμοποιούν κάποια άλλη στρατηγική όπως το trivialization, η άρνηση των αρνητικών επιπτώσεων κ.τ.λ.
Αντίθετα, τα άτομα που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση νιώθουν έντονη γνωστική ασυμφωνία, επειδή δεν έχουν να αντλήσουν από άλλες πηγές θετικών αποθεμάτων του εαυτού τους. Κατ’ επέκταση, είναι πιο ευάλωτα, αισθάνονται πολύ μεγαλύτερη πίεση για να επιλύσουν τη γνωστική ασυμφωνία και έτσι κινητοποιούνται άμεσα και έχουν περισσότερες πιθανότητες να αλλάξουν στάση ή να χρησιμοποιήσουν κάποια άλλη στρατηγική επίλυσης της γνωστικής ασυμφωνίας (Stone, J. & Cooper, J., 2001).
Holland, R.W., Meertens, R.M., Van Vugt, M. (2002)
Το πείραμα αυτό αναφέρεται στην επίδραση της αυτοεκτίμησης στη χρήση εξωτερικών και εσωτερικών στρατηγικών μείωσης της γνωστικής ασυμφωνίας.
Η παρούσα μελέτη βρίσκεται σε συμφωνία με τη self- affirmation theory του Steele. Έγινε σε οδηγούς αυτοκινήτων των οποίων μετρήθηκε η αυτοεκτίμηση και η γνωστική ασυμφωνία δημιουργήθηκε, εφόσον οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν αυτοκίνητο και οι ερευνητές τους πρόβαλαν τις αρνητικές συνέπειες που έχει η χρήση του αυτοκινήτου στο περιβάλλον και στον εαυτό τους. Εδώ μετρήθηκε, κατά πόσο τα υποκείμενα χρησιμοποίησαν εσωτερικές κι εξωτερικές στρατηγικές, η ψυχολογική δυσφορία και η πρόθεση των υποκειμένων να οδηγούν στο μέλλον λιγότερο (αλλαγή στάσης).
Σύμφωνα με τα ευρήματα οι στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Επίσης, οι συμμετέχοντες της συνθήκης που προβάλλονταν οι επιπτώσεις στο περιβάλλον χρησιμοποίησαν περισσότερο εξωτερικές στρατηγικές, ενώ στην άλλη συνθήκη που προβάλλονταν οι επιπτώσεις στον ίδιο τους τον εαυτό, χρησιμοποίησαν κυρίως εσωτερικές στρατηγικές.
Βέβαια το είδος στρατηγικής που επιλέγουν τα υποκείμενα φαίνεται να εξαρτάται από το είδος της γνωστικής ασυμφωνίας που βιώνουν.
Σύμφωνα με το διαχωρισμό που έγινε από τους Kelman & Baron (1974), υπάρχουν δύο είδη γνωστικής ασυμφωνίας. Η moral dissonance, που βιώνεται όταν τα άτομα δρουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλούν αρνητικά αποτελέσματα για τους άλλους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο φόβος της αποδοκιμασίας είναι προφανής και αναμένεται ότι θα χρησιμοποιηθούν εξωτερικές στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης. Αντίθετα, η hedonistic dissonance εμφανίζεται όταν τα άτομα δρουν με τέτοιο τρόπο, ώστε τα αποτελέσματα των πράξεών τους να έχουν αρνητική επίδραση για τον ίδιο τον εαυτό τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις αναμένεται ότι θα χρησιμοποιηθούν εσωτερικές στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης.
Μοντέλο Cooper & Fazio (1984), New Look Model
Το μοντέλο Cooper & Fazio (1984), New Look Model παρά ταύτα δεν παραδέχεται την εμπλοκή της αυτοεκτίμησης στην γνωστική ασυμφωνία.
Σύμφωνα μ’ αυτό το μοντέλο και σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα των Aronson και Steele, η έννοια της αυτοεκτίμησης κι οι θετικές απόψεις για τον εαυτό δεν εμπλέκονται στη γνωστική ασυμφωνία. Η γνωστική ασυμφωνία εμφανίζεται στην περίπτωση που το άτομο νιώσει ότι με τη στάση του παραβιάζει τις ενστερνισμένες κοινωνικές νόρμες.
Σ’ αυτό το μοντέλο γίνεται για πρώτη φορά λόγος για: α. το ρόλο που παίζουν οι κοινωνικές νόρμες-κανόνες στη γνωστική ασυμφωνία και β. για τη χρυσή τομή που προσπαθούν να βρουν οι άνθρωποι μεταξύ των πράξεών τους και των κοινωνικών κανόνων, ώστε να μειωθεί η γνωστική ασυμφωνία.
Η μελέτη Harmon-Jones (2000)
Τα ευρήματα της έρευνας της Harmon-Jones (2000) έρχονται σε αντίφαση με την άποψη που υποστηρίζει το μοντέλο New Look, σχετικά με την ανάγκη δημιουργίας ανεπιθύμητων συνεπειών.
Η Harmon-Jones (2000) εξέτασε αν τα άτομα αλλάζουν στάση (βιώνουν γνωστική ασυμφωνία) ακόμα και όταν η συμπεριφορά τους δεν είναι ικανή να προκαλέσει ανεπιθύμητες συνέπειες.
Τα ευρήματα του πειράματος στήριξαν την υπόθεση της ερευνήτριας. Βρέθηκε ότι τα υποκείμενα της ομάδας με επιλογή, όταν μετρήθηκε η πραγματική γνώμη τους, βρήκαν το κείμενο περισσότερο ενδιαφέρον από ότι τα υποκείμενα της ομάδας χωρίς επιλογή. Επιπλέον, η δυσφορία που ένιωσαν τα υποκείμενα της ομάδας με επιλογή, ήταν εντονότερη από αυτή που ένιωσαν τα υποκείμενα της ομάδας χωρίς επιλογή. Αυτό σημαίνει ότι παρά την απουσία πρόκλησης ανεπιθύμητων συνεπειών τα υποκείμενα, της ομάδας με επιλογή, άλλαξαν στάση και βίωσαν εντονότερα τη γνωστική ασυμφωνία.
Stone, J. & Cooper, J. (2001), self – standards model (SSM)
Τέλος η έρευνα Stone & Cooper (2001), και το self-standards model (SSM,) εκφράζει μια άλλη ευρύτερη άποψη για τους παράγοντες που εμπλέκονται στις διαδικασίες γνωστικής ασυμφωνίας.
Ουσιαστικά, η μελέτη τους αφορούσε τη σημασία των προσωπικών χαρακτηριστικών σε σχέση με το πώς η αυτοεκτίμηση μετριάζει την αλλαγή της συμπεριφοράς στη γνωστική ασυμφωνία. Οι Stone και Cooper δοκιμάζουν ένα νέο μοντέλο (Self-Standards Model) σχεδιασμένο για να μελετήσει το φαινομενικά παράδοξο ρόλο της αυτοεκτίμησης και των αντιλήψεων για τον εαυτό στη γνωστική ασυμφωνία.
Η έρευνα των συγκεκριμένων ερευνητών υποστήριξε πως τα υποκείμενα με υψηλή αυτοεκτίμηση όταν ενημερώνονταν για χαρακτηριστικά τα οποία ήταν άσχετα (irrelevant) με την ασύμφωνη πράξη άλλαζαν λιγότερο τη στάση τους απ’ ότι τα υποκείμενα με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το εύρημα αυτό στήριξε την άποψη ότι τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση έχουν πολλά θετικά χαρακτηριστικά, τα οποία λειτουργούν ως μέσο για τη μείωση της δυσφορίας, που νιώθουν, συνήθως, τα άτομα όταν υιοθετήσουν μια ασύμφωνη συμπεριφορά. Τα άτομα, όμως, με χαμηλή αυτοεκτίμηση άλλαξαν τη στάση τους γιατί τα χαρακτηριστικά τα οποία τους αποδόθηκαν δεν θεωρήθηκαν ότι περιγράφουν επαρκώς τον εαυτό τους. Επομένως, αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν λιγότερο ικανά να λειτουργήσουν ως επιβεβαίωση για τον εαυτό και κατά συνέπεια να μειώσουν τη δυσφορία που προκάλεσε η γνωστική ασυμφωνία.
Γενικά, αυτή η έρευνα στήριξε τις υποθέσεις από τις θεωρίες της αυτοακεραιότητας (Self-Consistency Model, Aronson) και της αυτοεπιβεβαίωσης και ύπαρξης άλλων πηγών (Self-Affirmation Model, Steele). Επίσης, στήριξε τις υποθέσεις από το Self-Standards Model (Stone & Cooper, 2001), ότι δηλαδή οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν την αυτογνωσία τους για να ερμηνεύουν και να εκτιμούν τη συμπεριφορά τους. Η αυτογνωσία τους μπορεί να προκύπτει είτε από τις σκέψεις του ατόμου για τον εαυτό του, είτε από συγκεκριμένες στάσεις, είτε από τις κοινωνικές νόρμες, ανάλογα με το ποιο είναι το πιο σημαντικό κριτήριο στην τρέχουσα κατάσταση.
Το πώς η σκέψη για τον εαυτό επηρεάζει την αύξηση και τη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας εξαρτάται από τον τύπο των αυτοαποδόσεων και των αυτοαξιών που έρχεται στο μυαλό των ατόμων που παρουσιάζουν την ασύμφωνη συμπεριφορά. Γενικά, η όλη διαδικασία επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες. Η αξία του SSM στη μελέτη της συμπεριφοράς του ατόμου, έγκειται στο γεγονός ότι τα θετικά χαρακτηριστικά του εαυτού «στρέφουν» την προσοχή του υποκειμένου μακριά από την ασυμφωνία.
Οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται για τη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας
Ένα θέμα που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους ερευνητές είναι οι τρόποι (στρατηγικές) που υιοθετούνται από τα υποκείμενα, ώστε να μειωθεί η γνωστική ασυμφωνία.
Όπως υποστηρίζεται και στην κεντρική θεωρία του Festinger η γνωστική ασυμφωνία προκαλεί ψυχολογική δυσφορία, την οποία τα άτομα προσπαθούν να μειώσουν . Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιούν συχνά ακόμη κι ασυνείδητα ορισμένες στρατηγικές αυτοεπιβεβαίωσης (self-affirmation strategies). Οι στρατηγικές αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά γεγονότα τα οποία έρχονται στη μνήμη του ατόμου και τα οποία σχετίζονται με κάποια θετικά χαρακτηριστικά που έχει το ίδιο το άτομο.
Οι στρατηγικές αυτές προκειμένου να είναι αποτελεσματικές πρέπει να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις. Καταρχήν, είναι πολύ σημαντικό τα θετικά χαρακτηριστικά που έρχονται στη μνήμη του ατόμου να μην σχετίζονται με την ασύμφωνη πράξη. Σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να αυξήσουν παρά να μειώσουν τη γνωστική ασυμφωνία.
Ακολουθεί μια διάκριση των στρατηγικών σε εσωτερικές και εξωτερικές στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης.
α. Έσωτερικές στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης:οι στρατηγικές αυτές εμποδίζουν τα άτομα να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν τις πράξεις τους σε συνδυασμό με τα αποτελέσματά τους. Τέτοιου είδους στρατηγικές είναι:
1. Η αλλαγή στάσης
2. Trivialization, δηλαδή το να κάνουμε τετριμμένα τα αρνητικά αποτελέσματα.
3. Άρνηση των αρνητικών αποτελεσμάτων- υποβάθμιση του προβλήματος.
β. Εξωτερικές στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης: αναφέρονται στη χρήση εξωτερικών «προφάσεων» για τη δικαιολόγηση των πράξεων των ατόμων, ώστε να μειώνεται η προσωπική ευθύνη. Τέτοιου είδους στρατηγικές είναι:
1. Η εκτόπιση της προσωπικής ευθύνης.
2. Εμπιστοσύνη στις λύσεις που δίνονται από τους άλλους.
3. Η κοινωνική πίεση.
(Holland, R.W., Meertens, R.M., Van Vugt, M. (2002).)
Ανάπτυξη της στρατηγικής του trivialization (Simon, L., Greenberg, J., & Brehm, J., 1995)
Στο άρθρο αυτό μελετάται το trivialization ως στρατηγική μείωσης της γνωστικής ασυμφωνίας και οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι πιθανό αυτό να συμβεί.
Πρώτος ο Festinger, το 1957, αναφέρθηκε σε τρεις τρόπους μείωσης της γνωστικής ασυμφωνίας. Ένας από αυτούς είναι το trivialization, δηλαδή η μείωση της σημασίας των στοιχείων που εμπλέκονται στη γνωστική ασυμφωνία. Σκοπός της συγκεκριμένης στρατηγικής είναι να ελαττωθεί η σημασία της ασυνέπειας, της γνωστικής ασυμφωνίας μέσω της μείωσης της σημασίας ενός ή περισσότερων στοιχείων. Με τη στρατηγική αυτή, το άτομο κάνει τετριμμένα τα στοιχεία που προκαλούν γνωστική ασυμφωνία.
Στο παρόν άρθρο, γίνονται τέσσερις μελέτες για να διερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι πιθανό τα υποκείμενα να υιοθετήσουν τη στρατηγική του trivialization για να επιλύσουν τη γνωστική ασυμφωνία, που τους προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα.
Στην πρώτη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν την υπόθεση ότι, όταν η προϋπάρχουσα συμπεριφορά παραμένει σημαντική, οι συμμετέχοντες θα χρησιμοποιήσουν τη στρατηγική του trivialization από ότι τη στρατηγική επίλυσης της γνωστικής ασυμφωνίας μέσω της αλλαγής στάσης. Τα αποτελέσματα στήριξαν τη υπόθεση.
Στη δεύτερη μελέτη, έγινε η υπόθεση ότι, όταν υπάρχει ασύμφωνη συμπεριφορά, τα υποκείμενα θα υιοθετήσουν τη στρατηγική που τους παρουσιάζεται πρώτη, είτε είναι το trivialization είτε η αλλαγή στάσης. Η υπόθεση επιβεβαιώθηκε από τα ερευνητικά ευρήματα.
Στην τρίτη μελέτη, οι πειραματιστές υπέθεσαν και υποστήριξαν με τα ευρήματά τους ότι, όταν υπάρχει κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας, η τάση του ατόμου για αυτοεπιβεβαίωση (δηλαδή η τάση του ατόμου να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις αξίες, τις αντιλήψεις του και να έχει συνέπεια), ενθαρρύνει το άτομο να χρησιμοποιήσει το trivialization.
Αυτή η υπόθεση είναι απόρροια άλλων μελετών εκ των οποίων, η βασικότερη είναι αυτή του Steele. Στη μελέτη του, ο Steele υποστηρίζει ότι η τάση του ατόμου να επιβεβαιώνει την αντίληψη που έχει για τον εαυτό του, οδηγεί στη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας ακόμα και όταν η επιβεβαίωση δεν έχει σχέση με τη συμπεριφορά που προκαλεί τη γνωστική ασυμφωνία. Αυτό συμβαίνει επειδή το άτομο θέλει να επιβεβαιώνει και να διατηρεί τις σημαντικές όψεις της αυτοεικόνας του.
Στην τέταρτη μελέτη, οι Simon, Greenberg και Brehm υπέθεσαν ότι, όταν παρέχεται ένα τετριμμένο πλαίσιο στα υποκείμενα, με το να κάνουν ένα σημαντικό θέμα πιο τετριμμένο, ενθαρρύνονται ώστε να χρησιμοποιήσουν τη στρατηγική του trivialization από ότι να αλλάξουν τη στάση τους., ακόμα και όταν δεν υπάρχει ευκαιρία για αυτοεπιβεβαίωση. Η υπόθεση αυτή προήλθε από την τρίτη μελέτη. Τα αποτελέσματα των ερευνητών υποστήριξαν την υπόθεση.
Από το άρθρο αυτό, φαίνεται ότι η στρατηγική του trivialization είναι ένας πολύ σημαντικός και συχνός τρόπος επίλυσης του γνωστικής ασυμφωνίας.
Πείραμα Stone, J., Wiegand, A.W., Cooper, J., Aronson, E. (1997)
Επανερχόμενοι στις εσωτερικές και στις εξωτερικές στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης στο πειραματικό έργο του Stone, J., Wiegand, A.W., Cooper, J., Aronson, E. (1997) εξετάζονται οι άμεσες και οι έμμεσες στρατηγικές που χρησιμοποιούνται από τα άτομα για να μειώσουν την γνωστική ασυμφωνία.
Η έρευνα των Stone, J., Wiegand, A.W., Cooper, J., Aronson, E. (1997) εξετάζει τον τρόπο μείωσης της γνωστικής ασυμφωνίας η οποία δημιουργείται μετά τη συνειδητοποίηση μιας υποκριτικής συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά η οποία θεωρήθηκε υποκριτική στο συγκεκριμένο πείραμα ήταν η μη χρήση προφυλακτικού κατά τη σεξουαλική επαφή. Οι ερευνητές προτείνουν την κατάταξη των στρατηγικών μείωσης της ασυμφωνίας σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Οι άμεσες στρατηγικές αφορούν στη μεταβολή στοιχείων τα οποία εμπλέκονται άμεσα στην ασυμφωνία, ενώ οι έμμεσες στρατηγικές αφορούν στην εμπλοκή των ατόμων σε δραστηριότητες οι οποίες δεν έχουν άμεση σχέση με την ασυμφωνία. Κύριος στόχος του πειράματος αυτού ήταν να εξεταστεί κατά πόσο τα άτομα προτιμούν κάποια από τις δύο κατηγορίες στρατηγικών για να μειώσουν την ασυμφωνία.
Δημιουργήθηκαν τέσσερις πειραματικές συνθήκες. Οι δύο ομάδες μπορούσαν να επιλέξουν είτε την άμεση στρατηγική είτε την έμμεση για την μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας. Οι άλλες δύο είχαν ως μόνη επιλογή την χρήση της έμμεσης στρατηγικής
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα όταν τα υποκείμενα είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν τη στρατηγική μέσω της οποίας θα μειώσουν την ασυμφωνία τους, επέλεγαν την άμεση στρατηγική. Υιοθετούσαν δηλαδή τη συμπεριφορά την οποία υποστήριζαν. Με αυτό τον τρόπο, υποστηρίζουν οι ερευνητές, αποκαθίσταται άμεσα η αυτό -ακεραιότητά τους η οποία είχε κλονιστεί με τη συνειδητοποίηση της υποκριτικής συμπεριφοράς.
Πείραμα Galinsky, Stone & Cooper, (2000)
Εδώ μελετώνται τα αποτελέσματα που έχει μια αποτυχημένη προσπάθεια μείωσης της γνωστικής ασυμφωνίας. Έγινε λοιπόν, η πρόβλεψη ότι οι συμμετέχοντες που δέχτηκαν αυτοεπιβεβαίωση θα βιώσουν ψυχολογική δυσφορία και κατ’ επέκταση ασυμφωνία, εάν αυτή η επιβεβαίωση τελικά ακυρωθεί. Η πρόβλεψη αυτή επιβεβαιώθηκε από τα ευρήματα.
Επίσης, μια αποτυχημένη προσπάθεια μείωσης της γνωστικής ασυμφωνίας θα μπορούσε να οδηγήσει συστηματικά ένα άτομο να αναζητήσει άλλον τρόπο για τη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση αυτό επιτυγχάνεται με την αλλαγή στάσης. Η διαδικασία αλλαγής στάσης περιλαμβάνει τέσσερα διαδοχικά βήματα: 1. η αποτυχία των επιβεβαιώσεων επαναφέρει την αρχική ασυμφωνία 2. το άτομο βιώνει ψυχολογική δυσφορία 3. το άτομο παίρνει μέρος στη διαδικασία της ασυμφωνίας και 4. επιλέγεται η άμεση λύση επίλυσης της ασυμφωνίας, η αλλαγή στάσης.
Ιουλία Μαϊμαρη (2006)
References
Cooper, J., & Fazio, RAH. (1984). A New Look in Dissonance Theory. In L. Berkowitz (Ed.), Advances in Experimental Social Psychology (Vol.17, p. 229-264). Orlando, FL: Academic Press.
Festinger, L. & Carlsmith, J. M. (1959), Cognitive Consequences of Forced Compliance, Journal of Abnormal and Social Psychology, 58, 203 – 210.
French, E. G. & Thomas, F. (1958). The Relation of Achievement Motivtion to Problem – Solving Effectiveness, Journal of Abnormal and Social Psychology, 56, 45 – 48.
Galinsky, A.D., Stone, J. & Cooper, J. (2000). The Reinstatement of Dissonance and Psychological Discomfort following Failed Affirmations. European Journal of Social Psychology, 30, 123-147.
Harmon-Jones, E. (2000). Cognitive Dissonance and Experienced Negative Affect: Evidence That Dissonance Increases Experienced Negative Affect Even in the Absence of Aversive Consequences. Personality and Social Psychology Bulletin, 26, 1490-1501.
Heckhausen, Η., Boteram, Ν. & Fisch, R. (1970). Change in Attractiveness of Task after Failure. Cognitive Dissonance Theory versus Achievement Motivation Theory. Psychology Research (Historical Archive), 33, 208 – 222.
Holland, R.W., Meertens, R.M., Van Vugt, M. (2002). Dissonance on the road: Self-Esteem as a moderator of Internal and External Self-Justification Strategies. Personality and Social Psychology Bulletin, 28, 1713-1724.
Simon, L., Greenberg, J., & Brehm, J. (1995). Trivialization׃ The forgotten mode of dissonance reduction. Journal of Personality and Social Psychology,68, 247-260.
Stone, J., Wiegand, A.W., Cooper, J., Aronson, E. (1997). When Exemplification Fails: Hypocrisy and the Motive for Self-Integrity. Journal of Personality and Social Psychology, 72, 54-65.
Stone, J. & Cooper, J. (2001). A Self-Standards Model of Cognitive Dissonance. Journal of Experimental Social Psychology, 37, 228 – 243.
Stone, J. & Cooper, J. (2003). The Effect of Self-Attribute Relevance on How Self-Esteem Moderates Attitude Change in Dissonance Processes. Journal of Experimental Social Psychology, 39, 508 – 515.
Stone, J., (2003). Self-Consistency for low self-esteem in dissonance processes. The role of self- standards. Personality and Social Psychology Bulletin, 29, 846-858.
Προδρομίτης, Γ. (2003), Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία ΙΙ (Σημειώσεις), Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμειο.