«Έχω παρατηρήσει ότι ακόμη και οι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι τα πάντα είναι προκαθορισμένα, και ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τα αλλάξουμε, κοιτάζουν πριν διασχίσουν το δρόμο.»
Το πιο πάνω απόφθεγμα ανήκει στον γνωστό θεωρητικό φυσικό Steven Hawking, και χρησιμοποιείται συχνά από τους υποστηρικτές του δόγματος της ελεύθερης θέλησης (ή, όπως αποκαλείται αλλιώς, ελεύθερης βούλησης).
Αρχικά όμως, πριν επιχειρήσω να απαντήσω στο επιχείρημα έτσι όπως παρουσιάστηκε συνοπτικά από τον Hawking, θα ήθελα να απαντήσω στο ερώτημα που ίσως απασχολεί κάποιους αναγνώστες: Τι είναι η ελεύθερη θέληση;
Βραχυλογώντας μεν, ακριβολογώντας δε, το να πιστεύει κανείς στην ελεύθερη θέληση σημαίνει ουσιαστικά το να πιστεύει πως, σε οποιαδήποτε στιγμή του παρελθόντος στην οποία έπρεπε να λάβει μια απόφαση, θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Θα μπορούσε, δηλαδή, να πάρει άλλη απόφαση, κι ως αποτέλεσμα να πράξει διαφορετικά. Σήμερα το πρωί, για παράδειγμα, αποφάσισα να μη φάω πρόγευμα. Αν πίστευα στην ελεύθερη θέληση, θα πίστευα πως θα μπορούσα να είχα κάνει κι αλλιώς, θα μπορούσα να λάβω διαφορετική απόφαση, κι έτσι να έπαιρνα κάποιο πρόγευμα.
Δεν πιστεύω όμως πως θα μπορούσα να είχα κάνει αλλιώς, διότι πιστεύω στο αντίθετο της ελεύθερης θέλησης, που είναι η αιτιοκρατία. Αυτή η υλιστική κυρίως αντίληψη δηλώνει βασικά (και πάλι βραχυλογώντας) πως κάθε δεδομένο αποτέλεσμα (συμπεριλαμβανομένου των πράξεων και των αποφάσεων μας) είναι απόρροια περασμένων αιτιών, γι’ αυτό άλλωστε και κάποτε ονομάζεται ως το δόγμα της αιτίας και του αποτελέσματος, το κατεξοχήν δηλαδή επιστημονικό δόγμα.
Λέω κατεξοχήν, διότι δεν δύναται επιστήμη δίχως την προϋπόθεση πως κάθε αποτέλεσμα πρέπει να έχει και κάποια αιτία. Ο ψυχίατρος για παράδειγμα, όταν προσπαθεί να κατανοήσει τους λόγους που οδήγησαν σε μια ψυχική πάθηση, προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό: να βρει τους λόγους, τις αιτίες. Χωρίς αυτά, η επιστήμη της ψυχιατρικής απλά δε θα υπήρχε, κι ούτε και καμία άλλη επιστήμη.
Η αιτιοκρατία είναι πραγματικά η βάση και η προϋπόθεση της κάθε επιστήμης, διότι χωρίς την αιτιοκρατία το μόνο που υπάρχει είναι το χάος, και το χάος όχι μόνο δε μπορεί να μελετηθεί, δεν μπορεί καν να συλληφθεί.
Αυτοί που πιστεύουν στην αιτιοκρατία λοιπόν, θα πουν πως σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να λάβουμε μια διαφορετική απόφαση: πως ο λόγος που πήραμε τη δεδομένη απόφαση στη δεδομένη στιγμή ήταν ένας συνδυασμός πολλών παραγόντων, ανάμεσά τους η ανατροφή μας, το περιβάλλον μας, το DNA μας, και πως αυτοί οι παράγοντες (συνολικά) εξαντλούν το αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, όταν οι αιτίες κατανοηθούν πλήρως, δε μένει κάτι «επιπλέον», δε μένει κάτι ανεξήγητο: η απόφαση που πήραμε μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά και εξολοκλήρου, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε μεταφυσική εξήγηση ως συμπλήρωμα.
Όσες φορές κι αν ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο (λέει ο υποστηρικτής της αιτιοκρατίας) το κάθε σωματίδιο θα βρίσκεται στη θέση που βρισκόταν και την πρώτη φορά, κι έτσι είναι αδύνατον να παρθεί μια διαφορετική απόφαση, διότι ο κάθε εγκέφαλος βρίσκεται στο έλεος αυτών των σωματιδίων, και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναιρέσει τη δράση τους.
Σε αυτό το σημείο ο υποστηρικτής της ελεύθερης θέλησης θα αναφερθεί στις σύγχρονες ανακαλύψεις της κβαντικής φυσικής. Ο Michio Kaku, για παράδειγμα, κι αυτός φυσικός, ανάρτησε βίντεο στο οποίο δηλώνει πως η σύγχρονη φυσική έχει λύσει τελεσίδικα το πρόβλημα της ελεύθερης θέλησης, το οποίο απασχολούσε φιλόσοφους εδώ και χιλιετηρίδες. Στο βίντεο αυτό (το οποίο μπορείτε να επισκεφτείτε στη διεύθυνση http://bigthink.com/michiokaku#!video_idea_id=37862 ) ο Michio Kaku δηλώνει πως η αρχή του Χάιζενμπεργκ, γνωστή και ως αρχή της απροσδιοριστίας, θέτει τέρμα στην αντιπαράθεση μεταξύ των υποστηρικτών της ελεύθερης θέλησης και των αντιπάλων τους, διότι αποδεικνύει πως στο υποατομικό επίπεδο υπάρχει το απροσδιόριστο στοιχείο: η θέση του ηλεκτρονίου, συγκεκριμένα, δεν μπορεί ποτέ να καθοριστεί με απόλυτη ακρίβεια, κι έτσι ούτε οι αποφάσεις ενός ατόμου στο μέλλον μπορούν να προβλεφθούν με βάση το παρελθόν του.
Η απροσδιοριστία, όμως, δεν αποδεικνύει πως υπάρχει ελεύθερη θέληση: αποδεικνύει απλά πως υπάρχει τυχαιότητα, και δε χρειάζεται να είναι κανείς ούτε φιλόσοφος, ούτε φυσικός, ούτε καν φιλόλογος για να το καταλάβει: το μόνο που χρειάζεται είναι μια βασική κατανόηση των όρων που χρησιμοποιούνται. Για να αποδειχθούν αυτά που δηλώνει ο Michio Kaku, θα πρέπει πρώτα να εξισωθεί η έννοια της τυχαιότητας με την έννοια της ελεύθερης θέλησης. Ο υποστηρικτής της ελεύθερης θέλησης όμως δε λέει πως οι αποφάσεις του «καθορίζονται» τυχαία: λέει πως οι αποφάσεις του καθορίζονται απ’ τον εαυτό του και μόνο, και πως θα μπορούσε σε κάθε δεδομένη στιγμή, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα απολύτως στο σύμπαν, να έπαιρνε διαφορετική απόφαση απ’ αυτήν που πήρε.
Υπάρχει βέβαια κι ένα άλλο βασικό πρόβλημα που πλήττει τις δηλώσεις του Michio Kaku. Ένα απ’ τα πράγματα που αγνοεί ο Kaku είναι η διαφορά μεταξύ του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου. Αν εμείς οι ίδιοι ήμασταν ηλεκτρόνια, τότε το πού θα βρισκόμασταν ανά πάσα στιγμή θα ήταν όντως απροσδιόριστο. Όμως στον μακρόκοσμο στον οποίο ζούμε, η αιτιοκρατία έχει την ηγεμονία. Ο λόγος είναι διότι, στατιστικά μιλώντας, το σύμπαν είναι απόλυτα προβλέψιμο. Οι μικρές απροσδιοριστίες του μικρόκοσμου παύουν να έχουν σημασία καθώς απομακρύνουμε το βλέμμα και εισερχόμαστε στον μακρόκοσμο. Φανταστείτε για παράδειγμα πως ένας πολιτικός επιστήμονας προσπαθεί να προβλέψει τις αποφάσεις των ψηφοφόρων, οι οποίοι, χάρην παραδείγματος, ψηφίζουν το Α αν είναι λευκοί, και το Β αν είναι έγχρωμοι. Καθώς όμως οι έγχρωμοι αποτελούν την μειοψηφία, η ψήφος τους ουσιαστικά παύει να έχει σημασία.
Με άλλα λόγια, αν όντως ο υποατομικός κόσμος μπορούσε να επηρεάσει απτά τον μακρόκοσμο στον οποίο ζούμε, και να κάνει τις αποφάσεις μας έρμαια της τυχαιότητας, τότε θα επηρέαζε και τη δουλειά των πολιτικών μηχανικών με τον ίδιο τρόπο, και τα κτίρια τα οποία ανεγείρονται θα έπεφταν χωρίς προσδιορίσιμη αιτία, η καρέκλα στην οποία κάθομαι καθώς γράφω θα μπορούσε να εξαφανιστεί δίχως λόγο, και οι διάφορες δυσλειτουργίες των Windows δε θα αποτελούσαν πια φταίξιμο της Microsoft.
Αν όμως ο υποατομικός κόσμος δεν υπάγεται στους νόμους της αιτιοκρατίας, κι αν η κβαντική φυσική είναι επιστήμη, μήπως αυτό σημαίνει πως η αιτιοκρατία δεν είναι στ’ αλήθεια προϋπόθεση της επιστήμης;
Κατά πρώτο λόγο, μπορώ να αναθεωρήσω την απόλυτη δήλωση μου, και να πω απλά πως κάθε επιστήμη του μακρόκοσμου (όπως η πολεοδομική κι η ψυχιατρική) έχει όντως ως προϋπόθεση της την αιτιοκρατία. Κατά δεύτερο λόγο, θα μπορούσα να επιμείνω, και να πω πως και στην περίπτωση της κβαντικής φυσικής, το απροσδιόριστο μπορεί μεν να αναγνωριστεί ως τέτοιο, δεν μπορεί όμως να μελετηθεί έπειτα αφού έχει αναγνωριστεί, αφού αυτό θα ερχόταν σε αντίφαση με την προαναφερθείσα αναγνώριση: αν όντως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τι θέση θα πάρει τελικά το ηλεκτρόνιο, τότε δεν μπορούμε να εξερευνήσουμε τις αιτίες που το οδήγησαν στην τελική του θέση.
Η αιτιοκρατία λοιπόν εξακολουθεί, τουλάχιστο στον μακρόκοσμο, να αποτελεί προϋπόθεση της επιστήμης. Αν όντως είναι έτσι, τότε η ελεύθερη θέληση θα πρέπει να είναι ουσιαστικά αντιεπιστημονική. Πραγματικά, δε θα ξαφνιάσει κανέναν το γεγονός πως η ελεύθερη θέληση και η χριστιανική θρησκεία πάνε χέρι-χέρι, καθώς η θεοδικία είναι αδύνατη χωρίς την ελεύθερη θέληση. Γι’ αυτό κι οι περισσότεροι υποστηρικτές της ελεύθερης θέλησης είναι θεολόγοι και χριστιανοί, αφού χωρίς την ελεύθερη θέληση ο Θεός δε θα μπορεί να μας δικάσει και να μας κρίνει. Χωρίς την ελεύθερη θέληση είμαστε απλά μια σωρεία από ένστικτα και χημικά στον εγκέφαλο, ενώ η ελεύθερη θέληση απαιτεί ψυχές ελεύθερες που δεν δεσμεύονται από τη φύση, που δεν υπάγονται στους κανόνες της! Αυτό που απαιτεί ο χριστιανός είναι ουσιαστικά μια απόφαση δίχως αιτία, μια θέληση πραγματικά ελεύθερη, αποκομμένη από την αλυσίδα της αιτίας και του αποτελέσματος: αυτό που στη θεολογία ονομάστηκε causa sui (αιτία του εαυτού του στα λατινικά), ή, αντιθέτως, το δίχως-αιτία. Ο Θεός, για παράδειγμα, λέγεται κάποτε πως δημιούργησε τον εαυτό του (causa sui), και άλλοτε πως η δημιουργία του ήταν αναίτια (δίχως-αιτία). Όταν ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του, του έδωσε και την ελεύθερη θέληση, η οποία είναι το ανθρώπινο αντίστοιχο αυτής της ικανότητας να προσδιορίζουμε τον εαυτό μας ανεξάρτητα απ’ το σύμπαν που μας περιτριγυρίζει.
Όπως έχει ήδη λεχθεί όμως, η επιστήμη δεν αφήνει χώρο για την ελεύθερη θέληση. Αν έχει δίκιο ο Michio Kaku, τότε υπάρχει τυχαιότητα σε κάποιο βαθμό. Αν έχει δίκαιο ο Αϊνστάιν (που αντιτάθηκε στην αρχή της απροσδιοριστίας) τότε ισχύει η αιτιοκρατία. Σε καμία απ’ τις δύο περιπτώσεις όμως δεν υπάρχει ελεύθερη θέληση. Κι αφού οι δυο αυτές περιπτώσεις εξαντλούν τις διαθέσιμες επιστημονικές θεωρίες, αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει επί του παρόντος επιστημονική θεωρία που να επιτρέπει την ελεύθερη θέληση.
Δεδομένου όλων αυτών λοιπόν, τι ελευθερία μας μένει; Όταν λέμε πως δεν υπάρχει ελεύθερη θέληση, μήπως εννοούμε πως δεν είμαστε ελεύθεροι; Τουναντίον: το να ισχύει η αιτιοκρατία δε σημαίνει πως μπορούμε να επηρεαστούμε μόνο απ’ την ανατροφή και το DNA μας και την παράδοση μας και την κουλτούρα μας και το τι μας είπαν οι φίλοι κι οι συγγενείς μας. Η αιτιοκρατία μας επιτρέπει να επηρεαστούμε από τη λογική, από τη μελέτη, από το επιστημονικό πείραμα, από τη μελετημένη γνώμη. Ο άθεος είναι το ίδιο «καθορισμένος» στις αποφάσεις του όσο και ο χριστιανός. Η διαφορά έγκειται στο ότι του άθεου οι αποφάσεις του καθορίζονται, όπως αναφέρθηκε, από τη λογική, την επιστήμη, την απόδειξη, τη σύγκριση μεταξύ διαφόρων απόψεων και θεσμών, ενώ του χριστιανού καθορίζεται από το δόγμα. Όπως είπε ο Σοπενχάουερ, υπάρχουν δύο έννοιες της ελευθερίας: το ένα είναι η ελεύθερη θέληση, κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το έχει, και το άλλο είναι ελευθερία απ’ τα φυσικά δεσμά ή και απ’ τα νοητικά δεσμά. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται στη φυλακή δεν είναι ελεύθερος με αυτή τη δεύτερη έννοια, ούτε κι ένας άνθρωπος που διακατέχεται από θρησκοληψία. Γι’ αυτό το λόγο ο άθεος μπορεί να ονομαστεί ελευθερόφρων, αφού τουλάχιστο κατέχει ένα απ’ τα δύο είδη ελευθερίας, ενώ ο χριστιανός δεν κατέχει κανένα.
Όσον αφορά τη δήλωση με την οποία ξεκίνησε το άρθρο αυτό, δεν γνωρίζω εάν με αυτήν ο Hawking υποστήριζε το δόγμα της ελεύθερης θέλησης, ή αν μιλούσε για τη λεγόμενη μοίρα. Αν μιλούσε για τη μοίρα, δηλαδή για την ιδέα πως τα πράγματα είναι προκαθορισμένα κι ό,τι κι αν κάνουμε δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε, τότε η δήλωση του είναι εύστοχη. Αν όμως μιλούσε για την αιτιοκρατία, τότε η δήλωση του είναι λανθασμένη. Πρώτον, είναι λανθασμένη διότι αν ίσχυε και στις δύο περιπτώσεις, τότε δε θα υπήρχε διαφορά μεταξύ της μοίρας και της αιτιοκρατίας! Δεύτερο, είναι λανθασμένη διότι οι αποφάσεις μας είναι κομμάτι της αιτιοκρατίας, ενώ στην περίπτωση της μοίρας αυτό δεν ισχύει. Για να δείτε τη διαφορά, σκεφτείτε πως στην περίπτωση της μοίρας, αν είσαι καταδικασμένος να μη φας πρόγευμα, τότε ό,τι και να κάνεις δε θα καταφέρεις να το φας. Αν για παράδειγμα αποφασίσεις να πάρεις πρόγευμα τότε ίσως σε πάρει κάποιος τηλέφωνο και σε κάνει να το ξεχάσεις, ή ίσως πάρει φωτιά η κουζίνα: πολλά και διάφορα θα γίνουν για να σε εμποδίσουν να κάνεις αυτό που δεν είναι γραμμένο στη μοίρα σου. Στην περίπτωση όμως της αιτιοκρατίας, αν αποφασίσεις να φας πρόγευμα θα το κάνεις, κι αν αποφασίσεις πως προτιμάς να μη φας τότε δε θα φας. Όποια κι αν είναι όμως η απόφαση σου, έχει ήδη καθοριστεί από το σύνολο των ερεθισμάτων που δέχτηκες κατά τη διάρκεια της ζωής σου, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, από το συνειδητό έως το ασυνείδητο, από το ενστικτώδες μέχρι το λογικό, από το εξωγενές μέχρι το ενδογενές. Δεν ισχύει λοιπόν ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να αλλάξουμε τον κόσμο: μπορούμε, και το κάνουμε ασταμάτητα, με την κάθε εκπνοή και εισπνοή μας που σπρώχνει και σύρει αόρατα σωματίδια. Μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, και μπορούμε να λάβουμε αποφάσεις. Πρέπει να καταλάβουμε όμως πως οι αποφάσεις μας είναι κομμάτι αυτού του υλικού κόσμου, κι όχι κάτι ξέχωρο και άυλο, και ως εκ τούτου υπάγονται στο νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος όπως και καθετί άλλο.
Comments